προμνήστρια

προμνήστρια
ἡ, Α
1. η προξενήτρα
2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα -τρια (πρβλ. υπομνήσ-τρια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προμνηστρίᾳ — προμνηστρίᾱͅ , προμνήστρια woman who woos fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνήστρια — woman who woos fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνηστρίας — προμνηστρίᾱς , προμνήστρια woman who woos fem acc pl προμνηστρίᾱς , προμνήστρια woman who woos fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνήστρι' — προμνήστρια , προμνήστρια woman who woos fem nom/voc sg προμνήστριαι , προμνήστρια woman who woos fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνηστριῶν — προμνήστρια woman who woos fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνηστρίαις — προμνήστρια woman who woos fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνηστρίδας — προμνήστρια woman who woos fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνήστριαι — προμνήστρια woman who woos fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμνήστριαν — προμνήστρια woman who woos fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”